Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τόποι ἐ

  • 1 дальний

    дальн||ий
    прил
    1. (отдаленный, далекий) μακρινός, μακρυνός, ἀπομακρυσμένος, (ἀπο)μεμακρυσμένος:
    \дальнийие районы οἱ ἀπομακρυσμένες περιοχές· \дальнийие страны οἱ μακρυνοί τόποι· \дальнийее расстояние ἡ μεγάλη ἀπόσταση· \дальнийее плавание ὁ μακρυνός πλους· поезд \дальнийего следования ἡ ἀμαξοστοιχία μακρινών διαδρομών· авиация \дальнийего действия ἡ ἀεροπορία μεγάλης ἀκτίνος δράσεως·
    2. (о родстве) μακρυνός:
    \дальний родственник ὁ μακρυνός συγγενής· ◊ без \дальнийих слов χωρίς περιττά λόγια, χωρίς δεύτερη κουβέντα.

    Русско-новогреческий словарь > дальний

  • 2 окрестный

    επ. ο γύρω, ο πέριξ•

    -ые места τα γύρω μέρη (τόποι).

    || κοντινός, γειτονικός•

    мы с -ых деревень εμείς είμαστε από τα περίχωρα.

    Большой русско-греческий словарь > окрестный

  • 3 святой

    επ., βρ: свят, свята, свято.
    1. άγιος•

    Святой Дух το Αγιο Πνεύμα•

    Святая Троица η Αγία Τριάδα•

    святые места οι άγιοι τόποι•

    святая вода άγιασμα, αγιόνερο, -έρι•

    святая неделя η Μεγάλη Εβδομάδα, το Μεγαλοβδόμαδο•

    святая святых α) το απόκρυφο, το απρόσιτο, β) τα άγια των αγίων, το αγιότατο (το πολυτιμότατο).

    2. ουσ. το ιερό•

    для него нет ничего -ого αυτός δεν έχει (επάνω του) τίποτε το ιερό και όσιο (είναι πάντα έτοιμος για κάθε προστυχιά)•

    жития -ых οι βίοι των αγίων.

    || ουσ. ο άγιος• святой ο άγιος, του οποίου η μνήμη τιμάται ή γιορτάζεται•

    день всех -ых η μέρα των Αγίων πάντων•

    клясться всеми -ыми ορκίζομαιστους Αγιους Πάντες.

    || ουσ. -ые παλ. οι εικόνες αγίων.
    3. βλ. праведный. || αγαθός, αγνός. || μτφ. αναμάρτητος•

    он чист и свят αυτός είναι καθαρός (αγνός) και άγιος.

    4. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος•

    -ая моя родина φίλατατή μου πατρίδα.

    5. ύψιστος•

    святой долг ιερό καθήκο.

    εκφρ.
    святой отец – πάτερ•
    - ая -ых – α) μυστικό μέρος, β) βλ. 4 σημ.• как Бог свят (απλ.) οπωσδήποτε, σίγουρα•
    хоть -ых (вон) неси (выноси)παλ. μακριά απ εδώ,να μη τον βλέπουν τα μάτια μου (συχαμερότατος).

    Большой русско-греческий словарь > святой

  • 4 чудесность

    θ.
    θαυματουργία, -τόποι, -ία.

    Большой русско-греческий словарь > чудесность

  • 5 Part

    subs.
    Portion, share: P. and V. μέρος, τό, μοῖρα, ἡ, P. μόριον, τό, V. λχος, τό.
    Division: P. and V. μερς, ἡ, μέρος, τό, μοῖρα, ἡ.
    Direction: see Direction.
    Part in a play: P. σχῆμα, τό.
    I did not abandon the part of a patriot in the hour of danger: P. ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον (Dem. 286).
    It is a wise man's part: P. and V. σοφοῦ ἀνδρός ἐστι or σοφοῦ πρὸς ἀνδρός ἐστι.
    The part of an accomplice: V. τὸ συνδρῶν χρέος (Eur., And. 337).
    In part: P. μέρος τι; see Partly.
    For my part: V. τοὐμὸν μέρος.
    I for my part: P. and V. ἔγωγε.
    For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλά.
    You have no part in: P. and V. οὐ σοὶ μέτεστι (gen.).
    Take part in: P. and V. κοινωνεῖν (gen.), κοινοῦσθαι (acc. or gen.), μετέχειν (gen.), συναίρεσθαι (acc. or gen.); see Share.
    Take ( a person's) part: P. and V. εὐνοεῖν (τινί), τ (τινος) φρονεῖν, P. εὐνοϊκῶς ἔχειν (τινί); see side with.
    Take in good part: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν (acc.).
    Parts, natural capacity: P. and V. δναμις, ἡ.
    Character: P. and V. ἦθος, τό, τρόπος, ὁ, or pl.
    Cleverness: P. and V. σοφία, ἡ. φρόνησις, ἡ; see Cleverness.
    Quarters: P. and V. τόποι, οἱ.
    Be in foreign parts, v.: Ar. and P. ποδημεῖν.
    From all parts: see from every direction, under Direction.
    ——————
    v. trans.
    Separate: P. and V. χωρίζειν, σχίζειν, διείργειν, διαλαμβνειν, διαιρεῖν, διιστναι (Eur., frag.), Ar. and P. διαχωρίζειν, διασπᾶν, V. νοσφσαι ( 1st aor. act. of νοσφίζεσθαι), P. διασχίζειν.
    Cut off: P. ἀπολαμβνειν, διαλαμβνειν.
    Separate locally ( as a dividing line): P. and V. σχίζειν.
    About the river Tanaus that parts the borders of the Argive land and the soil of Sparta: V. ἀμφὶ ποταμὸν Ταναὸν Ἀργείας ὅρους τέμνοντα γαίας Σπαρτιάτιδός τε γῆς (Eur., El. 410).
    V. intrans. Fork ( of a road): P. and V. σχίζεσθαι.
    Break: P. and V. ῥήγνυσθαι; see Break.
    Of themselves the fetters parted from their feet: V. αὐτόματα δʼ αὐταῖς δεσμὰ διελύθη ποδῶν (Eur., Bacch. 447).
    Be separated, go different ways: P. and V. χωρίζεσθαι, φίστασθαι, διίστασθαι. Ar. and P. διακρνεσθαι.
    When we parted: P. ἐπειδὴ ἀπηλλάγημεν (Dem. 1169).
    Part from: P. and V. φίστασθαι (gen.), V. ποζεύγνυσθαι (gen.) (Eur., H.F. 1375).
    Part with: P. and V. παλλάσσεσθαι (gen.), φίστασθαι (gen.), πολείπεσθαι (gen.).
    Be deprived of: see under Deprive.
    Give: see Give.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Part

См. также в других словарях:

  • τόποι — τόπος place masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άγιοι Τόποι — Η περιοχή της Παλαιστίνης που συνδέεται με τον βίο του Ιησού Χριστού, από τη γέννηση έως την Ανάληψή του: τα Ιεροσόλυμα, η Βηθλεέμ, το Όρος των Ελαιών, η Βηθανία, η Ναζαρέτ, το όρος Θαβώρ, η Κανά, ο ποταμός Ιορδάνης, η Σαμάρεια κλπ. Όταν σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

  • εφικτός — ή, ό (ΑΜ ἐφικτός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να φθάσει, προσιτός, κατορθωτός, δυνατός, πραγματοποιήσιμος μσν. 1. (για το θείο) κατανοητός 2. αυτός που προσβάλλει, που πλήττει αρχ. 1. φρ. α) «ἐφικτόν ἐστι» είναι δυνατό να... β) «καθ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κατακόμβες — Υπόγεια κοιμητήρια, χριστιανικά κατά κανόνα, τα οποία αποτελούνται από στοές, όπου θάβονταν οι νεκροί μέσα σε λαξευτούς τάφους. Η ονομασία τους προέρχεται από την έκφραση adcatacumbas, που δήλωνε την περιοχή του ναού του Αγίου Σεβαστιανού και του …   Dictionary of Greek

  • παραδόσεις — Ονομάζονται έτσι οι μυθικές διηγήσεις που πλάστηκαν από τον λαό και συνδέθηκαν με ορισμένους τόπους και χρόνους ή με ορισμένα φυσικά φαινόμενα και όντα ή με πρόσωπα ιστορικά και που ο λαός τις πιστεύει θεωρώντας τες αληθινές. Οι διηγήσεις αυτές… …   Dictionary of Greek

  • Pappus (mathematicien) — Pappus (mathématicien)  Pour l’article homonyme, voir Pappus.  Mathematicae Collectiones par Pappus, traduites par Federico Commandino (1589) …   Wikipédia en Français

  • Pappus (mathématicien) —  Pour l’article homonyme, voir Pappus.  Mathematicae Collectiones par Pappus, traduites par Federico Commandino (1589) …   Wikipédia en Français

  • Pappus d'Alexandrie —  Pour l’article homonyme, voir Pappus.  Mathematicae Collectiones par Pappus, traduites par Federico Commandino (1589) Pappus d Alexandrie vécut au …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»